αζαλίκι

αζαλίκι
το
1. το αξίωμα τού αζά
2. αυταρχική εξουσία, εξουσιαστική διάθεση, σατραπισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. azalik].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”